Ἀλέξιδος

Ἀλέξιδος
Ἄλεξις
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιππίσκος — ἱππίσκος ὁ (Α) (υποκορ. τού ίππος) 1. μικρό άγαλμα ίππου 2. στολίδι τού κεφαλιού 3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • καλάσιρις — καλάσιρις, ἡ (Α) 1. μικρός λινός θυσανωτός χιτώνας τών Αιγυπτίων 2. (ως κύριο ὸν) Καλάσιρις, ἡ τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αιγυπτιακής μεν προελεύσεως, αλλά αβέβαιης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • κουρίς — κουρίς, δωρ. τ. κωρίς, ίδος, ἡ (Α) [κουρά] 1. ξυράφι 2. κομμώτρια 3. ως κύρ. όν. Κουρίς τίτλος δραμάτων τών κωμικών Αντιφάνους, Αλέξιδος και Άμφιδος 4. δωρ. τ. τού καρίς 5. φρ. «κουρίδες μάχαιραι» τα ψαλίδια με τα οποία γίνεται το κούρεμα τών… …   Dictionary of Greek

  • μανδραγοριζομένη — μανδραγοριζομένη, ἡ (Α) πιθ. αυτή που ήπιε μανδραγόρα 2. ως κύριο όν. Μανδραγοριζομένη τίτλος έργου τού κωμικοῡ Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδραγόρας μέσω ενός αμάρτυρου *μανδραγορίζω] …   Dictionary of Greek

  • παγκρατιαστής — (Α) [παγκρατιάζω] αθλητής τού παγκρατίου («παγκρατιασταί ἀθληταὶ πύκται) αρχ. ως κύριο όν. Παγκρατιαστής τίτλος κωμωδιών τού Αλέξιδος και τού Φιλήμονος …   Dictionary of Greek

  • προσκεδάννυμι — Α 1. διασκορπίζω εκ τών προτέρων 2. διασκεδάζω επί πλέον 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Προσκεδαννύμενος τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόχορος — ὁ, Α 1. ως κύριο όν. Πρωτόχορος (ως τίτλος έργου τού Αλέξιδος και τού Αντιδότου) ο πρώτος χορός 2. ο αρχηγός τού χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χορός] …   Dictionary of Greek

  • πύραυνος — ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και κατά τον Ησύχ. πύραινος Α μεταλλικό ή και πήλινο φορητό αγγείο ανοιχτό προς τα επάνω στο οποίο ανάβεται φωτιά είτε για θέρμανση, όπως είναι το μαγκάλι, είτε για ετοιμασία φαγητού, όπως είναι η φουφού αρχ. 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτραγωδός — όν, Α (ως τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος) αυτός που τού αρέσουν οι τραγωδίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τραγῳδός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”